ξεφυσώ — ξεφύσηξα 1. αφήνω να βγει αέρας από μέσα μου: Το λάστιχο ξεφυσάει. 2. βγάζω αέρα από το στόμα μου, λαχανιάζω, κοντανασαίνω, αναστενάζω: Τι φυσάς και ξεφυσάς; 3. βγάζω αέρια από τον πισινό μου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εκφυσώ — ( άω) (AM ἐκφυσῶ) φυσώ προς τα έξω, ξεφυσώ, αποπνέω μσν. 1. (για άνεμο) φυσώ 2. αναδίδω αρχ. 1. (κυρίως για ποταμούς) εκχέω, χύνομαι, εκδηλώνω το μένος μου («ἔνθα ποταμὸς ἐκφυσᾷ μένος») 2. διεγείρω 3. διασκορπίζω, διώχνω μακριά με φύσημα 4.… … Dictionary of Greek
πνέω — ΝΜΑ, και επικ. τ. πνείω Α 1. (για άνεμο) φυσώ (α. «πνέει ισχυρός άνεμος» β. «αὔρη δ ἐκ ποταμοῡ ψυχρὴ πνέει», Ομ. Οδ.) 2. (για το Άγιο Πνεύμα) επιφοιτώ, φωτίζω («πνεῡμα ὅπου θέλει πνεῑ καὶ τὴν φωνὴν αὐτοῡ ἀκούεις», ΚΔ) νεοελλ. 1. φρ. α) «πνέει… … Dictionary of Greek
αΐσθω — ἀΐσθω (Α) (επικό ρήμα) 1. εκπνέω, αποπνέω, ξεφυσώ (βλ. και ἀΐω) 2. φρ. «ἀΐσθω θυμόν», εκπνέω, ξεψυχω.. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Συνδέεται ετυμολογικά με το ἀΐω ΙΙ «εκπνέω» βλ. λ. επίσης ετυμολογία τού ἀΐω Ι] … Dictionary of Greek
αναμυχθίζομαι — ἀναμυχθίζομαι (Α) στενάζω βαθιά, οδύρομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + μυχθίζω «ξεφυσώ θορυβωδώς με κλειστό το στόμα από αγωνία ή πάθος»] … Dictionary of Greek
αναφρουμάζω — (για άλογα) χλιμιντρίζω, ξεφυσώ … Dictionary of Greek
αναφυσώ — (Α ἀναφυσῶ, άω) φυσώ προς τα επάνω, ξεφυσώ αρχ. 1. ενεργ. εκβάλλω, ρίχνω έξω 2. φυσώ τον αυλό 3. μέσ. υπερηφανεύομαι … Dictionary of Greek
επιπνέω — ἐπιπνέω (AM) [πνέω] 1. πνέω, φυσώ πάνω σε κάτι, κυρίως για ευνοϊκό άνεμο («περὶ δὲ πνοιὴ Βορέαο ζώγρει ἐπιπνείουσα», Ομ. Ιλ.) μσν. αναπνέω αρχ. 1. πνέω, φυσώ με ορμή (α. «ἐπέπνει ῥιπαῑς ἐχθίστων ἀνέμων», Σοφ. β. «μαινόμενος δ’ ἐπιπνεῑ λαοδάμας… … Dictionary of Greek
μουθουνίζω — και μουσουνίζω 1. ξεφυσώ από τα ρουθούνια με κλειστό το στόμα 2. μιλώ έρρινα, με τη μύτη. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. μουσουνίζω < ιταλ. muso + κατάλ. ίζω, ενώ ο τ. μουθουνίζω κατά το ρουθουνίζω] … Dictionary of Greek
μυχθίζω — (Α) 1. ξεφυσώ από τη μύτη με κλεισμένα χείλη, ιδίως από αγωνία ή πάθος 2. χλευάζω, περιγελώ, μυκτηρίζω («μυχθίζοντες καὶ διαψιθυρίζοντες», Πολύβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ο τ. μυχθ ίζω και το επίθ. μυχθ ώδης οδηγούν στην υπόθεση ενός αρχικού τ … Dictionary of Greek